- κατεξανίσταμαι
- κατεξανίσταμαι (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.)αρχ.1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.)2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ πολέμου», Πλούτ.)3. αντιστέκομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐξ-αν-ίσταμαι «εξεγείρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.